οδοιπορινός

οδοιπορινός
ὁδοιπορινός, -ή, -όν (Μ)
(για βήχα) αυτός που προκαλείται από την οδοιπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοιπόρος + κατάλ. -ινός (πρβλ. φθινοπωρ-ινός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁδοιπορινήν — ὁδοιπορινός contracted from walking on roads fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”